τριαζόλιο

τριαζόλιο
το, Ν
χημ. α) ετεροκυκλική ένωση με πενταμελή δακτύλιο που περιέχει τρία άτομα αζώτου
β) στον πληθ. τα τριαζόλια
συνοπτική ονομασία τών παραγώγων τού 1, 2, 4 - τριαζολίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”